-
1 πλάνης
A wanderer, vagabond, ib. 1029, E.IT 417, Isoc.19.6 : c. gen., πόντου πλάνητες roamers of the sea, Trag.Adesp.100.2 πλάνητες ἀστέρες planets, X.Mem. 4.7.5, Arist.Mete. 342b28 ; and, simply, οἱ π. Id.APo. 78a30,Fr. 196, Plu.2.604a, etc.; τοὺς ἀστέρας τοὺς ἐνδεδεμένους, τοὺς δὲ π. Arist. Cael. 290a19.3 πλάνητες [ πυρετοί] fevers that come in irregular fits, Hp.Epid.1.6, Aph.3.22; cf.πλανήτης 11.2
.II as Adj.,ἄπορος καὶ π. βίος Plu.Brut.33
;π. ὅμιλος Polem.Call.18.56
: as fem.,πλάνητα πτῆσιν Luc.Musc.Enc.9
.
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek